- τραπεζοκρατία
- η, Νπολιτική κατάσταση κατά την οποία η επιρροή τών τραπεζών εκτείνεται σε όλους τους τομείς τής ζωής μιας χώρας και τα διάφορα ζητήματα διακανονίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. πλουτο-κρατία].
Dictionary of Greek. 2013.